- δημιεύω
- βλ. δημεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημεύω — (AM δημεύω, Α και δημιεύω) [δήμος] ανακηρύσσω και καταλαμβάνω ως κτήμα τού δημοσίου περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία («το κράτος θα δημεύσει τις περιουσίες τών λιποτακτών») αρχ. 1. δίνω κάτι στον δήμο, παρέχω στον λαό («δεδήμευται κράτος» η… … Dictionary of Greek